ἐγκόσμια

ἐγκόσμια
ἐγκόσμιος
mundane
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκόσμιος — ια, ιο (AM ἐγκόσμιος, ον και α, ον) 1. επίγειος, κοσμικός (σε αντίθεση με τον επουράνιο) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκόσμια τα επίγεια αγαθά μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκόσμια τα στολίδια …   Dictionary of Greek

  • εγκόσμιος — α, ο 1. που είναι αυτού του κόσμου, επίγειος, κοσμικός, κοινωνικός. 2. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, φθαρτός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εγκόσμια, τα τα πράγματα αυτού του κόσμου, τα υλικά αγαθά, τα επίγεια (αντίθ. ουράνια, τα η μελλοντική ζωή):… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • αναχώρηση — η (AM ἀναχώρησις) η ενέργεια του αναχωρώ (αρχ. μσν.) (για ασκητή) η αποχώρηση, η απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή αρχ. 1. απομάκρυνση από κάπου, ξεκίνημα 2. τόπος κατάλληλος για υποχώρηση, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι …   Dictionary of Greek

  • βιοτικός — ή, ό (AM βιοτικός, ή, όν) [βίοτος ή βιοτή] 1. ο σχετικός με τις ανθρώπινες φροντίδες για τις υλικές ανάγκες της ζωής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα βιοτικά α) τα υλικά αγαθά που είναι αναγκαία για τη ζωή β) τα εγκόσμια, σε αντίθεση με την… …   Dictionary of Greek

  • γήινος — η, ο (AM γήινος, η, ον) [γη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που έχει τη σύσταση τής γης, χωμάτινος 3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο) 4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό) 5. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… …   Dictionary of Greek

  • εχθρόκοσμος — ἐχθρόκοσμος, ον (Μ) αυτός που μισεί τα εγκόσμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + κόσμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”